σκληραγωγώ

σκληραγωγώ
aguerrir

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Regardez d'autres dictionnaires:

  • σκληραγωγώ — σκληραγωγῶ, έω, ΝΑ ανατρέφω κάποιον με τραχύτητα και αυστηρότητα, τόν εθίζω στις ταλαιπωρίες, τόν εξοικειώνω με τις κακουχίες νεοελλ. μέσ. σκληραγωγούμαι, έομαι συνηθίζω τον εαυτό μου στις κακουχίες και στις ταλαιπωρίες αρχ. φρ. «σκληραγωγῶ τὴν… …   Dictionary of Greek

  • σκληραγωγώ — σκληραγωγώ, σκληραγώγησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκληραγωγώ — σκληραγώγησα, σκληραγωγήθηκα, σκληραγωγημένος, ανατρέφω κάποιον αυστηρά έτσι ώστε να συνηθίσει στις κακουχίες: Σκληραγώγησε από μικρά τα παιδιά του και έτσι αντέχουν στο κρύο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκληραγώγηση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σκληραγωγώ, η υποβολή κάποιου σε σκληραγωγία, η διαμόρφωση ανθεκτικού στις κακουχίες ανθρώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκληραγωγώ. Η λ., στον λόγιο τ. σκληραγώγησις, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • κρατύνω — (AM, Α επικ. τ. καρτύνω) [κρατύς] 1. ενισχύω, ενδυναμώνω, ισχυροποιώ, στερεώνω (α. «τοὺς θεμελίους πέριξ κρατύνας», Δίων Κάσσ. β. «εἶχε δὲ τὴν βασιληίην καὶ ἐκρατύνθη», Ηρόδ.) 2. κυριαρχώ, εξουσιάζω, άρχω, κυβερνώ («τὰ πρῶτα μὲν δόρει κρατύνων,… …   Dictionary of Greek

  • σκληραγωγία — ΝΜΑ [σκληραγωγῶ] σκληρή και τραχιά αγωγή, εθισμός στις στερήσεις και στις κακουχίες («Λακωνικὴ σκληραγωγία», Φιλ.) νεοελλ. ιατρ. ο εθισμός τού οργανισμού σε εξωτερικές επιδράσεις και στερήσεις με βελτίωση τών μηχανισμών προσαρμογής, με τόνωση τής …   Dictionary of Greek

  • σκληραγωγικός — ή, ό, Ν [σκληραγωγώ] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σκληραγωγία ή που συντελεί στη σκληραγωγία …   Dictionary of Greek

  • σκληρός — I Ορεινός οικισμός (89 κάτ., υψόμ. 900 μ.), στην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (23 τ. χλμ., 89 κάτ.). II Επώνυμο βυζαντινής οικογένειας. 1. Νικήτας. Πατρίκιος στα χρόνια του αυτοκράτορα Λέοντα ΣΤ’. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”